-
1 выход
-а α.1. έξοδος•выход из дому έξοδος από το σπίτι,• выход кораблей на море απόπλους των πλοίων.
2. έκδοση•выход книги в свет έκδοση του βιβλιου,
3. εμφάνιση στη σκηνή.4. θύρα εξόδου•запасной выход έξοδος κινδύνου.
|| μτφ. απαλλαγή•выход из трудного положения έξοδος από δύσκολη κατάσταση.
5. εξαγωγή•выход масла из подсолнечных семян εξαγωγή λαδιού από ηλιόσπορο.
6. (για ορυκτά) έξοδος, εμφάνιση στην επιφάνεια.εκφρ.дать выход чувству, гневу – κ.τ.τ. αφήνω να ξεσπάσει το αίσθημα, ο θυμός•знать все входы и -ы – ξέρω όλες τις τρύπες (τα αρμόδια γραφεία)•на -е – κ. на -ах στα βουβά, στους βουβούς ρόλους•дать выход – δίνω τη δυνατότητα να εμφανιστεί. -
2 запасный
-
3 выход
выходм1. (действие) ἡ ἔξοδος, ἡ ἐξέλευση/ ἡ ἐμφάνιση [-ις], ἡ ἔκδοση [-ις], ἡ δημοσίευση [-ις] (книги и· т. п.):\выход актера ἡ ἐμφάνιση στή σκηνή·2. (место выхода) ἡ ἐξοδος:запасной \выход ἡ ἔξοδος κινδύνου·3. перен ἡ διέξοδος:\выход из положения ἡ διέξοδος· другого \выхода нет ἄλλη διέξοδος δέν ὑπάρχει· дать \выход чувству δίνω διέξοδο στό αίσθημα, ἀφήνω νά ξεσπάσει τό αίσθημα· ◊ знать все ходы и \выходы ξέρω ὀλες τίς τρύπες. -
4 запасной
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > запасной
-
5 запасный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > запасный
-
6 запасной
запаси||ой1. прил ἐφεδρικός:\запасной путь ἡ ἐφεδρική σιδηροδρομική γραμμή· \запасной выход ἡ ἐξοδος κινδύνου· \запаснойые части τά ἀνταλλακτικά, τά ἐξαρτήματα·2. прил воен. ἐφεδρος, τῆς ἐφεδρείας, ἐφεδρικός:\запасной батальон τό ἐφεδρικό τάγμα·3. м воен. ὁ ἔφεδρος. -
7 запасной
κ. запасныйεπ.1. εφεδρικός•-экземпляр εφεδρικό αντίτυπο•
-ые части ανταλλακτικά•
-ой выход έξοδος κινδύνου•
путь εφεδρική σιδηρ. γραμμή•
запасной ые лошади άλογα ταχυδρομικού σταθμού.
2. (στρατ.) έφεδρος, εφεδρικός. || ουσ. α. έφεδρος. -
8 выход
1. (место выхода) η έξοδοςзапасный (в зданиях) - κινδύνου, εφεδρική -пожарный - κινδύνου/πυρκαγιάς2. (объём или количество конечного продукта) η παραγωγή 3. (геол., горн.) η εμφάνιση (στρώματος, επιφανειακή) 4. вчт. η έξοδος 5. (в космос) η έξοδος στο διάστημα 6. (из строя) η παύση/το σταμάτημα λόγω βλάβης 7. (за установленные пределы) η υπέρβαση (των προκαθορισμένων παραμέτρων) 8. (способ, решение) η λύση, η έξοδος 9. театр. η εμφάνιση (στη σκηνή) 10. (о книге, статье) η έκδοση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выход
См. также в других словарях:
έξοδος — Το δεύτερο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, το οποίο αφηγείται την Έξοδο των Εβραίων από την Αίγυπτο ύστερα από αιώνες δουλείας. Τα γεγονότα που αναφέρει η Έ. διαδραματίστηκαν, σύμφωνα με τους υπολογισμούς των ειδικών μελετητών, περίπου τον 13o αι. π … Dictionary of Greek
κίνδυνος — Γενική έννοια που υποδηλώνει την κατάσταση αβεβαιότητας ως προς την πορεία ορισμένων γεγονότων, η οποία σχετίζεται με την ανυπαρξία πρόβλεψης για την έκβασή τους και απόλυτου ελέγχου πάνω σε αυτά. Η έννοια του κ. συνδέεται με τη δυνατότητα… … Dictionary of Greek
Фунтас, Йоргос — Йоргос Фунтас Γιώργος Φούντας Дата рождения: 1924 год(1924) Дата смерти: 28 октября 2010( … Википедия
Протопсалти, Алкистис — Алкистис Протопсалти … Википедия
ασβός — Θηλαστικό της τάξης των σαρκοφάγων, της οικογένειας των μουστελιδών. Έχει συνολικό μήκος 80 εκ., από τα οποία 20 εκ. είναι η ουρά. Ο α. έχει ύψος στο ακρώμιο περίπου 30 εκ. Το κεφάλι του είναι μακρύ και καταλήγει σε ρύγχος· έχει ισχυρά δόντια,… … Dictionary of Greek
Λιδωρίκης, Αλέκος — (Αθήνα 1907 – 1988). Θεατρικός συγγραφέας και δημοσιογράφος. Ήταν γιος του Μιλτιάδη Λιδωρίκη (βλ. λ.). Ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία ως δημοσιογράφος (κριτικός και χρονογράφος), συνεργαζόμενος με τις μεγαλύτερες αθηναϊκές εφημερίδες … Dictionary of Greek
φίλιππος — I Όνομα 5 βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Φ. A’. Γιος του Αργαίου και πατέρας του Αερόπου, τρίτος ή έκτος βασιλιάς της Μακεδονίας. Βασίλεψε από το 621 έως το 588 π.Χ., και έπεσε πολεμώντας εναντίον των Ιλλυριών. 2. Φ. B’. Πατέρας του Μεγάλου… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek